- καταραχιά
- καταραχιά, η και κατάραχο, το και καταράχι, τοη κορυφή του βουνού, κορυφογραμμή: Τους βλέπαμε όρθιους στην καταραχιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καταραχιά — και καταρραχιά, η 1. η κατηφοριά τού βουνού 2. το καταράχι. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταράχι με επίδραση τού πλαγιά] … Dictionary of Greek
καταραχιάς — ο [καταραχιά] 1. αυτός που συχνάζει στις βουνοκορφές 2. αντάρτης, φυγόδικος 3. άτακτο, πολύ ζωηρό παιδί … Dictionary of Greek
καταρραχιά — ή βλ. καταραχιά … Dictionary of Greek